- τοιχοκόλλημα
- το, -ατοςό,τι τοιχοκολλιέται, τοιχοκόλληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχοκόλλημα — το, Ν 1. καθετί που τοιχοκολλάται και, ιδίως, γραπτή ή έντυπη γνωστοποίηση ή διαφήμιση 2. η τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek